ἑζόμενοι

ἑζόμενοι
ἕζομαι
seat oneself
pres part mp masc nom/voc pl (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ενσχερώ — ἐνσχερώ (Α) επίρρ. με σειρά, με τάξη («λάζοντο δὲ χερσὶν ἐρετμὰ ἐνσχερώ ἑζόμενοι», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη δοτ. εν σχερῴ τού επιθ. σχερός. (Για το β συνθετικό βλ. λ. επισχερώ)] …   Dictionary of Greek

  • οπιπευτήρ — ὀπιπευτήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. αυτός που παρακολουθεί ως θεατής, παρατηρητής («ἑζόμενοι στοιχηδὸν ὀπιπευτῆρες ἀγῶνος», Νόνν.) 2. παρθενοπίπης* («ἄνδρας μὲν μάχλους και οπιπευτῆρας ἔτευξαν», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπιπεύω «παρακολουθώ, κοιτάζω επίμονα» + …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”